ἀληθεστάτης

ἀληθεστάτης
ἀληθής
unconcealed
fem gen superl sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταθέω — (Α) 1. τρέχω πίσω από κάποιον, καταδιώκω, κυνηγώ 2. μτφ. εξετάζω, εξιχνιάζω («μεταθέοντας τὰ τῆς ἀληθεστάτης πολιτείας ἴχνη», Πλάτ.) 3. περιέρχομαι, διατρέχω, περιτρέχω 4. τρέχω εδώ και εκεί 5. (για μέλισσες) περιίπταμαι, πετώ πάνω ή γύρω από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”